Ἴσων — Ἴ̱σων , Ἶσος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσων — ἴσος equal fem gen pl ἴσος equal masc/neut gen pl ἴ̱σων , ἴσος equal fem gen pl (epic) ἴ̱σων , ἴσος equal masc/neut gen pl (epic) ἴ̱σων , ἰσόω make equal imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἴ̱σων , ἰσόω make equal imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή … Dictionary of Greek
Parménides de Elea — Saltar a navegación, búsqueda Parménides (Παρμενίδης) Filosofía occidental Filosofía presocrática … Wikipedia Español
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek
Μπαμπέφ, Φρανσουά Νοέλ, ο επονομαζόμενος Γράκχος — (Francois Noel Babeuf, Σεν Κεντέν 1760 – Βαντόμ 1797). Γάλλος θεωρητικός και επαναστάτης. Με περιορισμένη τυπική μόρφωση, άσκησε στη νεότητά του διάφορα επαγγέλματα, ενδιαφερόταν όμως πάντα για τα κοινωνικά προβλήματα. Έτσι, συνέταξε ένα ευρύτατο … Dictionary of Greek
οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… … Dictionary of Greek
NUNDINAE — Feriae erant apud Romanos publicae, paganorum, i. e. rusticorum, quibus conveniebant, engotiis propriis vel mercibus provisuri, Macrob. Saturnal. l. 1. c. 16. Unde Sextus Pom. Nundmas, inquit, seriarum diem esse voluerunt antiqui, ut rustici… … Hofmann J. Lexicon universale
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
άνωγα — ἄνωγα (πρκμ. επικ. με σημασία ενεστ.) (Α) 1. (για βασιλείς και άρχοντες) παραγγέλλω, διατάσσω 2. (μεταξύ ίσων και για κατώτερους) συμβουλεύω, παρακινώ, προτρέπω 3. φρ. «αὐτὸν θυμὸς ἀνώγει» η ψυχή του τον προτρέπει, τον αναγκάζει (Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek